λαφογεννώ

λαφογεννώ
και -άω
(για γυναίκα που αργεί να συλλάβει παιδί) γεννώ κάθε εφτά χρόνια σαν την ελαφίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφι + γεννώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”